-
1 προφορικος
-
2 προφορικός
προφορικόςof: masc nom sg -
3 προφορικός
-
4 προφορικός
[профорикос] ас. устный. -
5 προφορικός
A of or for utterance, uttered, opp. ἐνδιάθετος (v. λόγος fin.), Ph.2.154, al., Stoic.2.43,74, Plu.2.777c, 973a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προφορικός
-
6 προφορικός
προ-φορικός, ή, όν, zum Vortrage durch die Sprache od. durch Worte gehörig; λόγος, im Ggstz von ἐνδιάϑετος, die durch Worte und Sprache sich äußernde Vernunft -
7 προφορικός
oral -
8 προφορικός
1) doustny przym.2) ustny przym. -
9 προφορικός
ústní -
10 προφορικός
oralΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προφορικός
-
11 προφορικά
προφορικόςof: neut nom /voc /acc plπροφορικά̱, προφορικόςof: fem nom /voc /acc dualπροφορικά̱, προφορικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 προφορικόν
προφορικόςof: masc acc sgπροφορικόςof: neut nom /voc /acc sg -
13 προφορικοί
προφορικόςof: masc nom /voc pl -
14 προφορικούς
προφορικόςof: masc acc pl -
15 προφορική
προφορικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
16 προφορικήν
προφορικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 προφορικών
-
18 προφορικῶν
-
19 προ-φορά
-
20 ἐν-διά-θετος
ἐν-διά-θετος, in der Seele, innerlich; λόγος, das innerlich Gedachte, im Ggstz zum Ausgesprochenen, προφορικός od. ἐν προφορᾷ, Philo, Plut. philosoph. c. princ. 2, a. Sp., auch = tief in die Seele eingeprägt. – Adv., ἐνδιαϑέτως λέγειν, Rhett.
См. также в других словарях:
προφορικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορικός — ή, ό / προφορικός, ή, ον, ΝΜΑ [προφορά] αυτός που εκφράζεται με προφορά, με εκφώνηση, σε αντιδιαστολή προς τον ενδιάθετο ή τον γραπτό (α. «προφορικές εξετάσεις» β. «καὶ τοῡ ἐνδιαθέτου λόγου καὶ τοῡ προφορικοῡ», Πλούτ. γ. «ἀνθρωπινωτέρως… … Dictionary of Greek
προφορικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται ή λέγεται με λόγια, με ζωντανή φωνή: Προφορική εξέταση. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., προφορικά προφορικές εξετάσεις: Στα προφορικά έχω μικρό βαθμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λόγος προφορικός — (греч.) (logos propliorikos) слово произносимое. Речь изустная, звучащая (стоики). У Филона Александрийского логос, исходящий из бога; также Λόγος προφατικός (logos prophatikos). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская… … Философская энциклопедия
προφορικά — προφορικός of neut nom/voc/acc pl προφορικά̱ , προφορικός of fem nom/voc/acc dual προφορικά̱ , προφορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορικῶν — προφορικός of fem gen pl προφορικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορικόν — προφορικός of masc acc sg προφορικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορικοῖς — προφορικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορικοί — προφορικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορικοῦ — προφορικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορικούς — προφορικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)